κιρροειδής

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ές,

   A yellowish, Apollod.Fr.Hist.214 J., Dsc.Ther.16, Philostr.Im.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

κιρροειδής: -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κιρροειδής, -ές)
αυτός που έχει υπόξανθο χρώμα, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρρός + -ειδής (< εἶδος)].