κιρροειδής

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρροειδής Medium diacritics: κιρροειδής Low diacritics: κιρροειδής Capitals: ΚΙΡΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kirroeidḗs Transliteration B: kirroeidēs Transliteration C: kirroeidis Beta Code: kirroeidh/s

English (LSJ)

κιρροειδές, yellowish, Apollod.Fr.Hist.214 J., Dsc.Ther.16, Philostr.Im.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

κιρροειδής: -ές, κιτρινωπός, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α κιρροειδής, -ές)
αυτός που έχει υπόξανθο χρώμα, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρρός + -ειδής (< εἶδος)].

German (Pape)

ές, von gelblichem, blassem Ansehen; Philostr. Imagg. 1.12 Apollod. bei Ath. VII.281f.