κιρρός
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ά, όν, orange-tawny, between πυρρός and ξανθός, οἶνος Hp. Acut.52, cf. Arist.Fr.307, Mnesith. ap. Ath.1.32d, Nic.Al.44; τροχίσκος ὁ κ. Antyll. ap. Orib.10.24.10.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
orange, fauve (entre πυρρός et ξανθός).
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιρρός -ά -όν geelachtig:. κιρρὸς οἶνος witte wijn Hp. Acut. 52.
German (Pape)
gelb, zitronengelb, Medic.; ἱμάτιον Sext.Emp. Pyrrh. 1.101; bes. der Wein, den wir weißen nennen; vgl. Mnesith. bei Ath. I.32d; νέκταρ Nic. Al. 44.
Russian (Dvoretsky)
κιρρός: лимонно-желтый или янтарного цвета (ἱμάτιον Sext.).
Spanish
Greek Monolingual
κιρρός, -ά, -όν, θηλ. ποιητ. τ. κιρράς, -άδος) (Α) κιτρινωπός, υπόξανθος («ἀγαθὸς ὁ κιρρὸς οἶνος καὶ γλυκύς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το διπλό ρ ερμηνεύεται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προϊόν αναλογίας κατά το πυρρός. Η σύνδεση με λιθουαν. šiřmas, šiřvas «γκρι, γκρι-μπλε» προσκρούει σε σημασιολογικές και μορφολογικές διαφορές. Εξίσου αμφίβολη είναι και η σύνδεση με μέσ. ιρλδ. ciar «φαιός» και ρωσ. sěryj «γκρι».
ΠΑΡ. αρχ. κιρρίς
μσν.
κιρράζω, κιρρώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κιρροειδής
αρχ.
κιρροκοιλάδιον. (Β' συνθετικό) αρχ. έγκιρρος, υπόκιρρος].
Greek (Liddell-Scott)
κιρρός: -ά, -όν, κιτρινωπὸς μεταξὺ τοῦ πυρρὸς καὶ ξανθός, οἶνος Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, πρβλ. Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 32D, Νικ. Ἀλεξιφ. 44.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: red-yellow, yellow-brown, of οἶνος, νέκταρ (Hp., Nic.), f. κιρράς (Nic.).
Compounds: Compp.: ὑπό- (Hp., Dsc., Gal.), ἔγ-κιρρος (Dsc.; Strömberg Prefix Studies 127), κιρρο-ειδής (Apollod. Myth.).
Derivatives: κιρρώδης (Hippiatr.). κιρρίς f. a sea-fish (Opp.); cf. κηρίς s. κηρός (κιρρά [for κίρρα?] H.); also = εἶδος ἱέρακος (EM 515, 15); cf. κεῖρις ὄρνεον, ἱέραξ, οἱ δε ἁλκυόνα H., from which Lat. cīris sea-bird, s. W.-Hofmann s. v.; also κίρις ... ὄρνεον H.;
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Quite uncertain hypotheses in v. Blumenthal Hesychst. 40f. - On the geminata -ρρ- cf. πυρρός (or expressive?). Unexplained. The comparison with Lith. šir̃mas, šir̃vas (blew)grey (Prellwitz, Frisk IF 49, 99) is problematic as regards the vowels, as Lith. -ir̃- is prob. zero grade (Pok. 573f.). Acc. to others to Slav., e. g. R.-CSl. sěrь grey, MIr. cīar dark etc. (Pok. 540f.); diff. on the Slav. words Vasmer Wb. s. séruj.
Frisk Etymology German
κιρρός: {kirrós}
Meaning: rotgelb, gelbbraun, von οἶνος, νέκταρ (Hp., Nik. u. a.), f. κιρράς (Nik.).
Composita: Nuancierende Kompp. und Abl.: ὑπό- (Hp., Dsk., Gal.), ἔγκιρρος (Dsk.; Strömberg Prefix Studies 127), κιρροειδής (Apollod. Myth.), κιρρώδης (Hippiatr.).
Derivative: Außerdem κιρρίς f. N. eines Seefisches (Opp.); vgl. κηρίς m. Lit. s. κηρός (κιρρά [für κίρρα?] H.); auch = εἶδος ἱέρακος (EM 515, 15); vgl. κεῖρις· ὄρνεον, ἱέραξ, οἱ δὲ ἁλκυόνα H., woraus lat. cīris Meervogel, s. W.-Hofmann s. v.; auch κίρις· ... ὄρνεον H.; ganz unsichere Hypothesen bei v. Blumenthal Hesychst. 40f. — Hierher auch κίρα, κίραφος Fuchs, s. d.
Etymology: Zur Geminata -ρρ- vgl. πυρρός (oder volkstümlich-expressiv?). Nicht befriedigend erklärt. Der Vergleich mit lit. šir̃mas, šir̃vas ‘(blau)grau, grauschimmelig’ (Prellwitz, Frisk IF 49, 99) verstößt gegen den Vokalismus, da lit. -ir̃- unbedingt am ehesten als Schwundstufe zu gelten hat (WP. 1, 409, Pok. 573f.). Nach Anderen zu slav., z. B. r.-ksl. sěrь grau, mir. cīar dunkel usw. (WP. 1, 360, Pok. 540f.); anders über die slav. Wörter Vasmer Wb. s. séryj.
Page 1,857
Léxico de magia
-όν anaranjado de la cera λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2359