κλωπεία

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

English (LSJ)

ἡ,

   A theft, Pl.Lg. 823b (pl.), Isoc.12.211, 218, v.l. in Str.15.3.18, Plu.Phil.4.    II name of a dance, Juba 74:—κλοπεία is freq. as v.l. κλωπ-εύω, steal, X.An.6.1.1, Lac.2.7, Luc.Cat.1, Tox.49.

German (Pape)

[Seite 1458] ἡ, = κλοπεία, scheint überall nach den besseren mss. vorzuziehen, Plat. Legg. VII, 823 e u. Sp., wie Plut. Philop. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπεία: ἡ, κλοπή, Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, κλοπεία, κλοπεύω, εἶναι κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vol, larcin.
Étymologie: κλωπεύω.

Greek Monolingual

κλωπεία, ἡ (Α) κλωπεύω
1. κλοπή («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ' ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῑς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ)
2. είδος χορού.