κλοπεία
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
(v.l. κλωπεία), ἡ, brigandage, Str.15.3.18.
German (Pape)
[Seite 1456] ἡ, das Stehlen, die Dieberei, Strab. XV, 734 u. sonst; s. aber κλωπεία.
Greek (Liddell-Scott)
κλοπεία: ἴδε ἐν λέξ. κλωπεία.
Greek Monolingual
κλοπεία, ἡ (Α) κλοπεύς
κλοπή, κλεψιά («ἀπὸ κλοπείας τρεφόμενοι», Στράβ.).