[ῠ], ἡ,
A = ἑλξίνη, Nic.Th.537, Dsc.4.85.
[Seite 1456] ἡ, eine Pflanze, die auch ἑλξίνη heißt; Nic. Ther. 537; Diosc.
κλύβᾰτις: ῠ, ἡ, φυτόν τι, ἄλλως ἑλξίνη, Νικ. Ἀλεξιφ. 537 Κατὰ Διοσκ. (4. 86) κλιβάδιον.
κλύβατις, ἡ (Α)το φυτό ελξίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].