κλότσημα

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το κλοτσώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλοτσώ, κλοτσιά, λάκτισμα
2. (για τα πυροβόλα όπλα) η προς τα πίσω κίνηση που γίνεται κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός.