κλοτσώ

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

(Μ κλοτσῶ, -άω) κλότσος
χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του»)
νεοελλ.
1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν κλοτσάει, μη φοβάσαι»)
2. δείχνω αδιαφορία ή περιφρόνηση σε κάποιον ή σε κάτι, απαρνούμαι (α. «από πολύ καιρό έχει κλοτσήσει τους δικούς του και ζει μόνος» β. «μην κλοτσάς τόσο εύκολα την τύχη σου, η δουλειά αυτή θα σού αποφέρει πολλά»)
3. μτφ. αντιδρώ προβάλλοντας αντιρρήσεις ή έχοντας ενδοιασμούς δεν πείθομαι, τσινώ («της έχει προτείνει εδώ και καιρό να συνεργαστούν, αλλά εκείνη κλοτσάει ακόμη γιατί θεωρεί την ευθύνη μεγάλη»)
4. (για πυροβόλα όπλα) προξενώ ή υφίσταμαι ανατροχασμό («το όπλο κλότσησε και η σφαίρα πέρασε πάνω από τον στόχο»)
5. παροιμ. «τα άτια όταν κλοτσιώνται, οι γάιδαροι χτυπιώνται» — όταν μαλώνουν οι ισχυροί, ζημιώνονται οι αδύναμοι
6. φρ. α) «το μωρό κλοτσάει» — το έμβρυο κάνει αισθητές από την έγκυο κινήσεις μέσα στη μήτρα.