ανατροχασμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Α ἀνατροχασμός)
η βίαιη οπισθοδρόμηση πυροβόλου κατά την εκπυρσοκρότησή του
αρχ.
τρέξιμο προς τα πίσω.
ο (Α ἀνατροχασμός)
η βίαιη οπισθοδρόμηση πυροβόλου κατά την εκπυρσοκρότησή του
αρχ.
τρέξιμο προς τα πίσω.