A plunder, τὴν Ἰταλίαν App.Ill.15. II v. κλοτοπεύω.
[Seite 1456] ein Dieb sein, stehlen, Sp.; vgl. Lob. Phryn. 591; richtiger κλωπεύω.
κλοπεύω: ἴδε κλωπεύω.
κλοπεύω (Α) κλοπεύς1. κλέβω2. κλοτοπεύω.