κνισοθύτης, ὁ (Μ)αυτός που κάνει θυσίες από τις οποίες αναδίδεται κνίσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + θύτης (< θύω [Ι]) πρβλ. μηλο-θύτης, μοσχο-θύτης.