κοινίτης

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Theilnehmer, Eust. 64. 39.

Greek Monolingual

κοινίτης, ὁ (Α) κοινός
(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.).