κοινίτης

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

German (Pape)

[Seite 1467] ὁ, Teilnehmer, Eust. 64. 39.

Greek Monolingual

κοινίτης, ὁ (Α) κοινός
(για βίο) αυτός στον οποίο συμμετέχει κάποιος, ο κοινός («κειμήλια χρήσιμα εἰς τὸν βίον, ὅv δή τις ἔφη κοινίτην», Ευστ.).