κοιλόφυλλος
English (LSJ)
ον,
A hollow-leaved, Thphr.HP1.10.8.
German (Pape)
[Seite 1467] hohlblättrig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόφυλλος: -ον, ἔχων κοῖλα φύλλα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8.
Greek Monolingual
κοιλόφυλλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -φυλλος (< φύλλο), πρβλ. πλατύ-φυλλος, πυκνό-φυλλος].