κοινογενής

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ές,

   A hybridizing, opp. ἰδιογενής, φύσις Pl.Plt.265e.

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinschaftlich erzeugt, aus der Gemeinschaft zweier verschiedener Gattungen entsprungen, φύσις Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογενής.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ τῆς μίξεως δύο διαφόρων γενῶν, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογενής, Πλάτ. Πολιτ. 265E· πρβλ. τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

κοινογενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε από την ένωση δύο διαφορετικών γενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γενής (< γένος), πρβλ. παγ-γενής, συγ-γενής].