κολχικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολχικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κολχίδα ή που προέρχεται από αυτήν («λίνον δὲ τὸ μὲν Κολχικὸν ὑπὸ Ἑλλήνων Σαρδωνικὸν κέκληται». Ηρόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κολχικό(ν)
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπων. Κολχίς. Το ίδιο ισχύει και για τη σημ. «γένος φυτών»].