κολοκυνθαρύταινα

Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α)
αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»].