κόμιον

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

τό, Dim. of κόμη, Arr.Epict.2.24.24, 3.22.10.    II = προκόμιον, Dialex.2.13.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, der Skalp, die mit den Haaren (κόμη) abgezogene Kopfhaut, Siegeszeichen eines erlegten Feindes bei den Scythen, Her. 4, 64. – Als Dimin. = ein wenig Haar, Arr. Epict. 2, 24, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόμη, Ἀρρ. Ἐπίτκ. 2. 24., 3. 22, 10. ΙΙ. = προκόμιον, πρβλ. Wess. Ἡρόδ. 4. 64.

Greek Monolingual

κόμιον, τὸ (Α)
1. υποκορ. του κόμη
2. τούφα από χαίτη αλόγου που πέφτει στο μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. -ιον].