κονταριοθήκη
German (Pape)
[Seite 1482] ἡ, Behältniß zum Folgdn, Schol. Opp. Hal. 2, 356.
Greek Monolingual
κονταριοθήκη, ἡ (Α)
θήκη δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάριον + -θήκη (< θήκη), πρβλ. παπουτσο-θήκη, ωο-θήκη.
[Seite 1482] ἡ, Behältniß zum Folgdn, Schol. Opp. Hal. 2, 356.
κονταριοθήκη, ἡ (Α)
θήκη δόρατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάριον + -θήκη (< θήκη), πρβλ. παπουτσο-θήκη, ωο-θήκη.