κοντάριον
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
(A), τό,
A = κέντρον 9, Heph.Astr.2.11 (pl.).
(B), τό, Dim. of κοντός (A), spear, Anon. in Rh.236.5, Sch.E.Hec.14; κοντᾰρᾶτος, ὁ, one armed with a spear, Anon. in Rh. 103.21; κοντᾰριοθήκη, ἡ, spear-case, Sch.Opp.H.2.356.
German (Pape)
[Seite 1482] τό, dim. von κοντός, bes. kleiner Spieß, Schol. Opp. Hal. 2, 25 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοντάριον: τό, παρὰ μεταγ. ὑποκορ. τοῦ κοντός, ἴδε Δουκάγγ.· κονταρᾶτος, ὁ, ἀνὴρ ὡπλισμένος μὲ κοντόν, αὐτόθι· κοντᾰριοθήκη, ἡ, θήκη δόρατος, Σχολ. εἰς Ὁππ. Ἀλ. 2. 356· πρβλ. κοντο-κυνηγέσιον.
Greek Monolingual
κοντάριον, τὸ (ΑM)
1. βλ. κοντάρι
2. αστρον. κύριο σημείο της εκλειπτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) + υποκορ. κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. κυνάριον, τροπάριον].