Κοραγοί, οἱ (Α)οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη (προσωνυμία της Περσεφόνης) + -αγοί, πληθ. του -αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ-αγός, στρατ-αγός].