ή, όν,
A sated; to be sated, Gloss.
κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμιαυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.