κορεστός
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ή, όν, sated; to be sated, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
Greek Monolingual
κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.