κοπρόφτυαρο

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. φτυάρι με το οποίο μεταφέρεται η κοπριά, σκατόφτυαρο
2. παροιμ. «από ένα ξύλο φτιάνουν και το φουρνόφτυαρο και το κοπρόφτυαρο» — οι άνθρωποι, όσο και αν διαφοροποιούνται μεταξύ τους στα επαγγέλματα και στην κοινωνική θέση, κατά βάθος είναι οι ίδιοι, πλασμένοι από την ίδια ύλη.