κορυφογραμμή

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η νοητή γραμμή που διέρχεται από όλες τις διαδοχικές κορυφές ή τους αυχένες, ή και από τα δύο, ενός όρους και κατέρχεται προς τα άκρα του, αλλ. υδροκρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + γραμμή. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Τιμολέοντα Βάσσο].