υδροκρίτης
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
Greek Monolingual
ο, Ν
1. γεωλ. η νοητή γραμμή που ακολουθεί τα υψηλότερα σημεία της μορφολογίας μεταξύ δύο λεκανών απορροής, τις οποίες και οριοθετεί, δηλαδή η γραμμή όπου τα νερά διαχωρίζονται και αποστραγγίζονται προς τη μια ή την άλλη πλευρά, κν. νεροχωρίστρα
2. φρ. «ηπειρωτικός υδροκρίτης» — συνεχής σειρά ορεινών κορυφών της Βόρειας Αμερικής, που χωρίζει τα νερά του μεγαλύτερου τμήματος της ηπείρου σε εκείνα που αποστραγγίζονται προς τα ανατολικά και σε εκείνα που αποστραγγίζονται προς τα δυτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κριτής (< κρίνω), πρβλ. αιματο-κρίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς.