κοσμόπολις

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ, a magistrate among the Locrians, Plb.12.16.6 (dat. -πόλιδι), and 9 (acc. -πολιν); at Thasos, IG12(8).386,459; at Lyttus in Crete, CIG2583; at Cibyra, IGRom.4.908; at Miletus, title of the ἀρχιπρύτανις, Milet.1(7).230,231.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμόπολις: ὁ, ἄρχων τις παρὰ τοῖς Λοκροῖς, Πολύβ. 12. 16, 9· ἐν Θάσῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2163 (προσθῆκ.)· ἐν Λύκτῳ ἢ Λύττῳ τῆς Κρήτης 2583· ἐν Κιβύρᾳ, 4380b· πρβλ. κόσμος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

κοσμόπολις, -όλιδος, ὁ (Α)
ονομασία αρχόντων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πόλις, -ιδος (< πόλις), πρβλ. δικαιό-πολις, ερημό-πολις].