κρασάτος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κρασάτος, -η, -ον) κρασί
(για φαγητό) μαγειρεμένος με κρασίχταπόδι κρασάτο»)
νεοελλ.
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού και ιδίως του μαύρου κρασιού, βαθυκόκκινος.