ορος, ὁ,
A ruler, controller, πυρός PMag.Leid.W.8.21.
dominador
κρατύντωρ, -ορος, ὁ (Α)πάπ. εξουσιαστής, κυρίαρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατύνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. αμύν-τωρ, σημάν-τωρ)].