κρατύνω

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτύνω Medium diacritics: κρατύνω Low diacritics: κρατύνω Capitals: ΚΡΑΤΥΝΩ
Transliteration A: kratýnō Transliteration B: kratynō Transliteration C: kratyno Beta Code: kratu/nw

English (LSJ)

Ep. καρτύνω, (κράτος, κρατύς)
A strengthen, κ. τὰς Συρηκούσας Hdt.7.156; τὴν πόλιν Th.1.69; τείχη Id.3.18; κ. τινὰ δορυφόροισι Hdt.1.98; κ. ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι ib.100:—also in Med. (so only in Hom.), ἐκαρτύναντο φάλαγγας they strengthened their ranks, Il.11.215, 12.415; κρατυνάμενοι [τὴν Ἄντανδρον] Th.4.52, cf.114; τὴν προβολήν Plu.Aem.20; πίστεις κρατύνω confirm their pledges, Th.3.82; σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Theoc.22.80; ἐκαρτ. μέλαθρον A.R.2.1087; οἵ μιν… ἐκαρτ. κεραυνῷ Id.1.510; καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Thrasyb. ap. D.L.1.100:—Pass., wax strong, ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Hdt.1.13; τείχεσιν ἐκεκράτυντο D.C.40.36, cf. D.H.3.72; ἐν χρόνῳ κρατυνθὲν ἔθος LXX Wi.14.16.
b confirm an impression, S.E. M.8.364 (Pass.); an agreement, PLond.1.113i51 (vi A. D.).
2 harden,opp. ἁπαλύνω, τοὺς πόδας ἀνυποδησίᾳ X.Lac.2.3, cf. Gal.4.748 (Pass.):—Pass., ὀστέα κρατύνεται consolidate, Hp.Fract.7.
II rule, govern, c.gen., S.OT14, E.Ba.660: c.acc., ἄκρα κρατύνων Emp. 100.19, cf. 73.2, A.Pers.900 codd. (lyr.); πτόλιν Id.Supp.699 (lyr.): c. acc. cogn., κράτος κ. Id.Ag.1471 (lyr.): abs., Id.Pr.150 (lyr.), 404 (lyr.); τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων, πρῶτα δ' οἰωνῶν ὁδοῖς S. OC1314.
2 c. gen., become master, get possession of, τῶν ὅπλων Id.Ph.366, cf. 1059,1161 (lyr.): c. acc., possess, λέκτρα Corinn. Supp.2.55; βασιληΐδα τιμὰν κ. hold, exercise, E.Hipp.1281 (lyr.), cf. A.Supp.372 (lyr.); τὴν πολιτικὴν ἀρετήν Him.Or.14.28.
III καρτύνειν βέλεα ply, throw them stoutly, Pi.O.13.95; κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμά A.R.2.332.
IV c. acc. et inf., insist that... D.L.7.83, cf. Procl.Hyp.3.54.

French (Bailly abrégé)

1 affermir : τοὺς πόδας XÉN les pieds ; fig. κρ. ἑαυτὸν ἐν τῇ τυραννίδι HDT s'affermir dans le pouvoir absolu;
2 fortifier : πόλιν HDT une ville ; τείχη THC des remparts;
3 se rendre maître de ; posséder, gén. ou acc.;
4 gouverner, diriger, acc. ou gén.;
Moy. κρατύνομαι;
1 fortifier pour soi : φάλαγγας IL ses rangs ; τὴν Ἄντανδρον THC Antandros;
2 fig. affermir, confirmer : πίστεις THC leurs témoignages de fidélité.
Étymologie: κράτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατύνω, ep. καρτύνω [κρατύς] sterk maken:; ἐπείτε … ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι toen hij zijn positie door de alleenheerschappij sterk had gemaakt Hdt. 1.100.1; versterken:; τείχη κ. de muren versterken Thuc. 3.18.1; med.:; ὀστέα κρατύνεται de botten herkrijgen hun sterkte Hp. Fract. 7; overdr.: bekrachtigen:. ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου door het orakel in Delphi werd het bekrachtigd Hdt. 1.13.1. heersen over:; πτόλιν κ. over de stad heersen Aeschl. Suppl. 699; met gen.: ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς Oedipus, heerser van mijn land Soph. OT 14. meester zijn over, met gen.:; τῶν δ’ ὅπλων κείνων ἀνὴρ ἄλλος κρατύνει νῦν een andere man is nu meester over die wapens Soph. Ph. 366; bezitten, met acc.: βασιληίδα τιμάν... κρατύνεις gij bezit koninklijke waardigheid Eur. Hipp. 1281.

German (Pape)

ep. καρτύνω (s. oben),
1 stärken, kräftigen, befestigen; τὰς Συρακούσας Her. 7.156; κρατύνειν αὐτὸν δορυφόροισι 1.98; ἐκράτυνε ἑωυτὸν τῇ τυραννίδι 100; pass., ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη 1.13; πόλιν, durch Mauern befestigen, Thuc. 1.69; τὰ τείχη 3.18; med., für sich befestigen, τὰς οἰκίας 4.114; Sp., τὰς μὲν πόλεις ἐκρατύνετο φρουραῖς Plut. Demetr. 33; τὴν ἀρχήν Dion 3; so gew. bei den Späteren κρατύνεσθαι ἐπί τινι, worauf fußen.
2 wie κρατέω, Gewalt haben, herrschen; Ζεὺς δ' ἰδίοις νόμοις κρατύνων, Aesch. Prom. 402, öfter; ὦ κρατύνων, Zeus, Soph. O.R. 903; c. acc., beherrschen, κρατύνεις βωμὸν ἑστίαν χθονός Aesch. Suppl. 372; τὸ δήμιον, τὸ πτόλιν κρατύνει 699; Ζεύς, ὃς ἐφορᾷ πάντα καὶ κρατύνει Soph. El. 170; – c. gen., ὦ κρατύνων Οἰδίπους χώρας ἐμῆς O.R. 14, vgl. Phil. 366, wie Eur. Bacch. 659.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτύνω: эп. καρτύνω (ῡ)
1 укреплять, усиливать (τὴν βασιληΐην Her.; τοὺς πόδας Xen.; τὴν ἀρχήν Plut.; med. φάλαγγας Hom.);
2 med. вооружать (χεῖρας σπείρῃσι βοείαις Theocr.);
3 снабжать укреплениями, укреплять (τὴν πόλιν, τείχη Thuc.);
4 med. основывать, базировать (τῷ θείῳ νόμῳ τι Thuc.);
5 владеть, властвовать, править (πτόλιν Aesch.; πάντα, χώρας τινός Soph.; Θηβαίας χθονός Eur.; ὁ τὸ κράτος ἔχων ἡγεμών Arst.);
6 владеть, обладать (τινος Soph.; βασιληΐδα τιμάν Eur.).

Greek Monolingual

κρατύνω (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) κρατύς
1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ.
β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.)
2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων, πρῶτα δ' οἰωνῶν ὁδοῖς», Σοφ.)
3. γίνομαι ή είμαι κύριος ή κάτοχος, κατέχω (α. «τῶν δ' ὅπλων ἐκείνων ἀνὴρ ἄλλος κρατύνει», Σοφ.
β. «κρατύνειν λέκτρα», Κόρινν.)
4. υποστηρίζω κάτι με βεβαιότητα, επιμένω σε κάτι
μσν.
μέσ. κρατύνομαι
α) εμπλέκομαι
β) θεωρούμαι
αρχ.
1. πάπ. επικυρώνω συμφωνία
2. οχυρώνω («καὶ τείχη κρατύναντες διὰ τάχους ἀπῆλθον», Θουκ.)
3. σκληραγωγώἀντί γε μὴν τοῦ ἁπαλύνειν τοὺς πόδας ὑποδήμασιν ἔταξεν ἀνυποδησίᾳ. κρατύνειν», Ξεν.)
4. χειρίζομαι κάτι με ικανότητα και δύναμη («κρατύνειν ἐνὶ χερσὶν ἐρετμά», Απολλ. Ρόδ.)
5. παθ. γίνομαι σκληρός και στερεός, στερεοποιούμαι («ἐν τριήκοντα ἡμέρησι κρατύνεται ὀστέα», Ιπποκρ.)
6. αποδεικνύω χωρίς αντίρρηση.

Greek Monotonic

κρᾰτύνω: [ῡ], Επικ. καρτ-, μέλ. -ῠνῶ, (κράτος),
I. 1. ενισχύω, ισχυροποιώ, σε Ηρόδ., Θουκ. — Μέσ. ἐκαρτύναντο φάλαγγας, ενίσχυσαν, ενδυνάμωσαν τις τάξεις τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, στον Θουκ. — Παθ., ενισχύομαι, γίνομαι ισχυρός, σε Ηρόδ.
2. σκληραίνω, τοὺς πόδας, σε Ξεν.
II. 1. κρατέω, κυβερνώ, εξουσιάζω, με γεν., σε Σοφ., Ευρ.· επίσης με αιτ., σε Αισχύλ.· απόλ., στον ίδ., Σοφ. κ.λπ.
2. γίνομαι κυρίαρχος, αποκτώ την κατοχή, με γεν., σε Σοφ.· με αιτ., βασιληΐδα τιμὰνκρ., έχω, εξασκώ, σε Ευρ.
III. καρτύνειν βέλεα, χειρίζομαι ή τα ρίχνω με δύναμη, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτύνω: Ἐπικ. καρτ-· (κράτος, κρατύςἐνισχύω, κρατ. τὰς Συρηκούσας Ἡρόδ. 7. 156· τὴν πόλιν Θουκ. 1. 69· τείχη ὁ αὐτ. 3. 18· κρ. ἑαυτὸν δορυφόροισιν Ἡρόδ. 1. 98· κρ. ἑαυτὸν ἐν τυραννίδι αὐτόθι 100· ― ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον μέσον ἐκαρτύναντο φάλαγγας, ἐνίσχυσαν τὰς ἑαυτῶν τάξεις, Ἰλ. Λ. 215., Μ. 415· οὕτω, κρατύνεσθαι ταὴν Ἄντανδρον Θουκ. 4. 52, πρβλ. 114· σπείραισιν ἐκαρτύναντο βοείαις χεῖρας Θεόκρ. 22. 80· ἐκαρτ. μέλαθρον Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1078· οἵ μιν... ἐκαρτ. κεραυνῷ αὐτόθι Λ. 510· καρτ. τὴν αἰσυμνητείην Θρασύβ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 100. ― Παθ., ἐνισχύομαι, γίνομαι ἰσχυρός, ἔσχε τὴν βασιληΐην καὶ ἐκρατύνθη Ἡρόδ. 1. 13· τείχεσιν ἐκεκράτυντο Δίων Κ. 40. 36, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 72. 2) σκληρύνω, ἀντίθ. τῷ ἁπαλύνω, τοὺς πόδας Ξεν. Λακ. 2, 3. ― Παθ., ὀστέα κρατύνεται Ἱππ. 756Ε. ΙΙ. = κρατέω, κυβερνῶ, διοικῶ, μετὰ γεν., Σοφ. Ο. Τ. 14, Εὐρ. Βάκχ. 660· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἄκρα κρατύνων Ἐμπεδ. 361· πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 930, Ἰκέτ. 699· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κράτος κρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1471· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 150, 404, Σοφ., κτλ. 2) γίνομαι κύριος, κάτοχός τινος, τῶν ὅπλων Σοφ. Φιλ. 366, πρβλ. 1059, 1161· μετ’ αἰτ., βασιληίδα τιμὰν κρ., ἔχω, ἀσκῶ, Εὐρ. Ἱππ. 1282, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 372. ΙΙΙ. καρτύνειν βέλεα, χειρίζεσθαι ἢ ῥίπτειν αὐτὰ μετ’ ἰσχύος, Πινδ. Ο. 13. 135· κ. ἐνὶ χερσὶν ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 332. IV. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀποδεικνύω ἀναντιρρήτως ὅτι..., Διογ. Λ. 7. 83.

Middle Liddell

κρᾰτύ¯νω, κράτος
I. to strengthen, Hdt., Thuc.:—Mid., ἐκαρτύναντο φάλαγγας they strengthened their ranks, Il., so in Thuc.:—Pass. to wax strong, Hdt.
2. to harden, τοὺς πόδας Xen.
II. = κρατέω, to rule, govern, c. gen., Soph., Eur.; also c. acc., Aesch.; absol., Aesch., Soph., etc.
2. to become master, get possession of, c. gen., Soph.:— c. acc., βασιληίδα τιμὰν κρ. to hold, exercise, Eur.
III. καρτύνειν βέλεα to ply or throw them stoutly, Pind.

Mantoulidis Etymological

(=δυναμώνω). Ἀπό τό κρατύς (=δυνατός) πού παράγεται ἀπό τό κράτος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κρατῶ.

Lexicon Thucydideum

firmiorem reddere, munire, to make stronger, fortify, 1.69.1, 3.18.1,
MED. idem, the same4.52.3, 4.114.2,
Transl. translate 3.82.6.