κουρτίνα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κουρντίνα και κορτίνα, η (Μ κουρτίνα και κουρντίνα και κορτίνα)
νεοελλ.
ύφασμα που κρεμιέται μπροστά σε παράθυρο ή σε πόρτα, παραπέτασμα, στόρι
μσν.
ο μεταξύ δύο πύργων θώρακας του τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουρτίνα < κορτίνα < λατ. cortina].