στόρι

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

και άκλ. στορ, το, Ν
παραπέτασμα, κουρτίνα σε παράθυρο ή σε πόρτα, συνήθως πλεκτό ή υφαντό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. store < ιταλ. stora < λατ. storea /staria «πλέγμα, ψάθα»].