στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
και άκλ. στορ, το, Ν
παραπέτασμα, κουρτίνα σε παράθυρο ή σε πόρτα, συνήθως πλεκτό ή υφαντό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. store < ιταλ. stora < λατ. storea /staria «πλέγμα, ψάθα»].