κράνειον

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

τό,

   A fruit of κράνεια, Amphis 38, Anaxandr.41.54 (prob.), Thphr.HP3.2.1: dat. pl. written κρανέοις ib.4.4.5:—later κράνιον, Gal.6.620, al. (pl.).

Greek Monolingual

κράνειον και κράνιον, και κράνεον, τὸ (Α)
ο καρπός της κρανιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά», με αλλαγή γένους].