κράνεον

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek (Liddell-Scott)

κράνεον: ἢ -ιον, τό, ὁ καρπὸς τῆς κρανείας, τὸ «κράνον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 2, 1., 4. 4, 5· κράνεια οὕτως ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6.

Greek Monolingual

κράνεον, τὸ (Α)
βλ. κράνειον.