κρεάγρευτος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον,

   A tearing off the flesh, Lyc.759.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάγρευτος: -ον, ἀποσπῶν τὸ κρέας, τὴν σάρκα, κρεαγρεύτους πέτρας, «τὰς σκληρὰς καὶ ἐν τῷ ἅπτεσθαι ἀφαιρούσας κρέατα πέτρας» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 759· κοινῶς, κρεάγραπτος.

Greek Monolingual

κρεάγρευτος, -ον (Α)
(για βράχους) αυτός που ξεσχίζει, που αποσπά το κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + ἀγρευτός < ἀγρεύω «συλλαμβάνω»].