κρεῖος

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ,

   A v. κριός 111, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.

Greek (Liddell-Scott)

κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.

Greek Monolingual

κρεῑος, ὁ (Α)
(αντί κριός)
1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου
2. ποικιλία ρεβιθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].