κρεῖος
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ὁ, v. κριός III, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.
Greek (Liddell-Scott)
κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.
Greek Monolingual
κρεῖος, ὁ (Α)
(αντί κριός)
1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου
2. ποικιλία ρεβιθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].
German (Pape)
ὁ, eine Art Schneckenmuschel, Ath. III.87b, vgl. II.54f τινὸς τῶν ἐρεβίνθων. – Auch = κριός.