κρεῖος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεῖος Medium diacritics: κρεῖος Low diacritics: κρείος Capitals: ΚΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kreîos Transliteration B: kreios Transliteration C: kreios Beta Code: krei=os

English (LSJ)

ὁ, v. κριός III, VII. κρείουσα, ἡ, v. κρείων.

Greek (Liddell-Scott)

κρεῖος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κριὸς ΙΙΙ, IV.

Greek Monolingual

κρεῖος, ὁ (Α)
(αντί κριός)
1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου
2. ποικιλία ρεβιθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. του κριός].

German (Pape)

ὁ, eine Art Schneckenmuschel, Ath. III.87b, vgl. II.54f τινὸς τῶν ἐρεβίνθων. – Auch = κριός.