κραυγίας

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ἵππος, ὁ, a horse

   A that takes fright at a cry, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγίας: ἵππος, ὁ, ἵππος πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραυγίας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» — ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα -ίας (πρβλ. κολπ-ίας, κοχλ-ίας)].