κραυγίας
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
ἵππος, ὁ, a horse that takes fright at a cry, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κραυγίας: ἵππος, ὁ, ἵππος πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κραυγίας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» — ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα -ίας (πρβλ. κολπίας, κοχλίας)].