adv.vers la Crète ou en Crète avec mouv.Étymologie: Κρήτη, -δε.
Κρήτηνδε (Α)επίρρ. στην Κρήτη, προς την Κρήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κύπρον-δε)].