-ιά, -ί1. αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος2. το ουδ. ως ουσ. το κρεατίτο χρώμα του κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα -ής (πρβλ. θαλασσ-ής, κανελ-ής)].