κρισιμότητα

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. το να βρίσκεται κάποιος ή το να είναι κάτι σε κρίσιμη κατάσταση («η κρισιμότητα της σχέσης τους έχει γίνει απ' όλους αντιληπτή»)
2. η σοβαρότητα ενός πράγματος ή ενός γεγονότος («η κρισιμότητα τών προσεχών εκλογών είναι αναμφισβήτητη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσιμος. Η λ., στον λόγιο τ. κρισιμότης, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].