κρηπιδοποιός

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ὁ,

   A boot-maker, Ath.13.568e.

Greek (Liddell-Scott)

κρηπῑδοποιός: ὁ, ὑποδηματοποιός, Λατ. crepidarius, Ἀθήν. 568Ε.

Greek Monolingual

κρηπιδοποιός, ὁ (Α)
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, -ῖδος (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. γελωτο-ποιός, οψο-ποιός.