κροκοδείλιος

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κροκοδίλιος, -α, -ο
1. αυτός που έχει σχέση με τον κροκόδειλο
2. φρ. «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, υποκριτική λύπη ή θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδειλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].