κτενισμός

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ὁ,

   A combing, E.El.529 (pl.), Diocl.Fr. 141.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, das Kämmen, Eur. El. 524 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτενισμός: ὁ, τὸ κτένισμα, Εὐρ. Ἠλ. 529· ― κτένισμα, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 122. 45.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de peigner.
Étymologie: κτενίζω.

Greek Monolingual

κτενισμός, ὁ (Α) κτενίζω
το χτένισμα, η κόμμωση.