ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
η (AM κόμμωσις) κομμώ (II)]ευτρεπισμός της κόμης, καλλωπισμός του κεφαλιού, καλλωπιστικό χτένισμανεοελλ.είδος χτενίσματος.