Κυβεληγενής, -ές (Α)(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].