κυκλόσε

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

Adv., (κύκλος)

   A in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ' ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1527] in die Runde, rings umher, nach allen Seiten hin, Il. 4, 212. 17, 392 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλόσε: ἐπίρρ. (κύκλος) ἐν κύκλῳ ἢ εἰς κύκλον, περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’, ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ’ Ἰλ. Δ 212· διαστάντες τανύουσι κυκλόσε, ἐκτείνουσι τὸ δέρμα εἰς κύκλον, Ρ 392· οὕτω παρ’ Αἰλ., κτλ. ἰδὲ Λοβ. Φρύν. 9 σημ.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout autour, en cercle avec mouv.
Étymologie: κύκλος, -σε.

English (Autenrieth)

in a circle, Il. 4.212 and Il. 17.392.

Greek Monolingual

κυκλόσε (Α)
επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πεδό-σε, υψό-σε)].