κυβέρνημα
Greek Monolingual
το κυβερνώ
1. η διακυβέρνηση πλοίου με το πηδάλιο
2. μέριμνα για την οικονομική διαχείριση και συντήρηση του σπιτιού.
το κυβερνώ
1. η διακυβέρνηση πλοίου με το πηδάλιο
2. μέριμνα για την οικονομική διαχείριση και συντήρηση του σπιτιού.