κυνέα

Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ἡ,

   A = λινόζωστις ἀγρία ἄρρην, Ps.-Dsc.4.190.

Greek Monolingual

κυνέα, ἡ (Α) κύων
είδος φυτού, η λινόζωστος αγρία άρρην, κν. σήμερα σκυλόχορτο.